Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Το έπος της Ψωρογιώργαινας...


Οι δύο τελευταίοι, πριν από τον σημερινό, επιβήτορες της καθ’ ημάς εξουσίας, κομψευάμενοι, Κώστηδες και οι δυο τους, επιβεβαίωσαν αρκούντως τον ρόλο και την «αποστολή» των ομοίων τους. Καθισμένοι πάντα αναπαυτικά στην πλάτη της Ψωροκώσταινας.
Σοβαρός ο ένας, καθηγητής, με ύφος λογιστή και όνειρα για καριέρα στην Υψηλή Πύλη των Βρυξελλών. Με καλούς βαθμούς από την Υψηλή Πύλη της Ουάσιγκτον κι αυτήν της Άγκυρας – από τα Ίμια ώς τη Μαδρίτη ένα τσιγάρο δρόμος. Απ’ το Αιγαίο ώς την Αμμόχωστο παρομοίως.
Τη φτιασίδωσε με πολύχρωμα κουρέλια, έκρυψε τα χρέη της κάτω από ένα αμερικάνικο χαλί – της Goldman Sachs θαρρώ – και της φόρτωσε κάτι τσίγκινα επιχρυσωμένα μάρκα που τα ονόμασαν ευρώ οι λογιστάδες σαν και του λόγου του στην Υψηλή Πύλη της καρδιάς του. Την είπε και «ισχυρή» για να την παινέψει, την ώρα που την παρέδιδε στη λαιμαργία των νεόκοπων λιμοκοντόρων, των μεθυσμένων από το όνειρο ότι θα γίνουν οι γενάρχες μιας νέας υπερδύναμης.
Σήμερα η Ευρώπη – Ελληνίς και δαύτη: κόρη του Αγήνορα και της Τηλέφασσας, απαχθείσα από τον Δία μεταμορφωμένο σε ταύρο, που της φόρτωσε, κατά τη συνήθειά του, και τρία κουτσούβελα – γίνεται με τη σειρά της Ευρωκώσταινα.
Κι δικός μας Κώστας περιφέρει το απαξιωμένο σαρκίο του δεξιά κι αριστερά προσπαθώντας να πείσει – ποιον άλλον απ’ αυτούς που κάποτε σίτισε στο ταπεινό του πρυτανείο – ότι δικαιώθηκε πάνω στα ερείπια που ο ίδιος δημιούργησε. Μόνο που κανείς πια, πλην ελαχίστων απ’ όσους κάποτε ευεργετήθηκαν, δεν δίνει μία μνα για ν’ αγοράσει τα πολιτικά του ράκη.
Ο άλλος, ο επιλεγόμενος και Κωστάκης, ήταν από σόι με μεγάλα φρύδια. Από σόι ξακουστό, του Τριανταφυλλίδη. Τούτον εδώ τον έφαγαν τα Λαδάδικα κι ο Μπαϊρακτάρης. Πήγε, λέει, να σώσει την έρμη την Πανώρια και την έκλεισε σε μοναστήρι για ν’ ανανήψει. Εκεί που βρέθηκε κι ίδιος, μετά το δικό του ναυάγιο, κοιμώμενος δίπλα στη βάτο.
Τούτος εδώ, ο Πασών των Ρωσσιών, τσαμπουκαλεύτηκε ες γην εναλίαν, ες Κύπρον, και τα ’βαλε με την ίδια την Κοντολίζα αυτοπροσώπως – και τους εγχώριους Α(υ)νάν(ες). Όχι πως το είχε καημό αξεπέραστο. Τον στοίχειωνε όμως η κατάρα των Τριανταφυλλίδηδων, η Ζυρίχη, την οποία κουβαλούσαν οικογενειακώς από γενιά σε γενιά και τους στέρησε τον τίτλο του «εθνάρχη». Τέτοιο πάθημα ο οκνός Κωστάκης δεν το σήκωνε δεύτερη φορά.
Ύστερα δεν άντεξε τέτοιον ηρωισμό. Τα ’βαλε και με τους «πέντε νταβατζήδες» και παρέδωσε το πνεύμα και τα ρέστα του στον Εφραίμ και τον Αρσένιο. Για να του προσέχουν την Πανώρια. Που παρέμεινε Ψωροκώσταινα και τέτοια του τη γύρισαν. Έτσι κι αυτός την παρέδωσε στον επόμενο, αλλά πιο φτωχή, πιο μίζερη, πιο ζητιάνα από ποτέ. Στο κακό της το χάλι.

Ο Ντόρης στα «Πράσινα Φανάρια»
Και ύστερα ήρθε η σειρά του Γιωργάκη, που για λόγους άγνωστους είχε γίνει στο μεταξύ, χάρη στον οκνό απόγονο των Τριανταφυλλίδηδων, πρώτη φορά στη ζωή του, Γιώργος. Την πήρε την Πανώρια με ταξίματα. «Λεφτά υπάρχουν»! Και ύστερα τα γύρισε. Σαν τον Ντόρη στα «Πράσινα Φανάρια». Του ’πε κι αυτή η απελπισμένη «Μη φύγεις, θα φαρμακωθώ» και την έβγαλε στο κλαρί.
Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, Γερμανοί κι Αμερικάνοι είδαν τον Ντόρη να την ταπεινώνει δίχως έλεος, να τη δέρνει στο λιμάνι κι αυτή να του χαρίζει ό,τι πολυτιμότερο είχε. Και κατάλαβαν. Ήταν αυτός που μπορούσε να της τα παίρνει όλα και για πάντα. Του παραδόθηκε η Πανώρια. Και τα λεφτά της του ’δωσε. Και στους πελάτες πήγε. Και τον παρακαλούσε να μη φύγει.
Και το παρατσούκλι της άλλαξε για χάρη του. Ψωρογιώργαινα τη λένε από τότε. Μα ούτε που τη νοιάζει. Όσο υπάρχουν τα Πράσινα Φανάρια, αυτή θα είναι εκεί. Και δεν θα φύγει. Γιατί λεφτά υπάρχουν. Τα δικά της...



Πηγή : topontiki.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου